Αποκριά

Αποκριά
Αποκριά, η και Απόκρια, η και Απόκριες, οι και Αποκριές, οι
1. η τελευταία μέρα κρεοφαγίας πριν από κάθε μεγάλη νηστεία: Αύριο έχουμε Αποκριά.
2. το διάστημα των τριών τελευταίων εβδομάδων πριν από την Καθαρή Δευτέρα: Τις Αποκριές γίνονται πολλοί χοροί.
3. οι διασκεδάσεις και μεταμφιέσεις που γίνονται τις τρεις αυτές εβδομάδες: Δε θα ντυθούμε καρναβάλια τις φετινές Αποκριές;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Kozani — Infobox Greek Dimos name = Kozani name local = Κοζάνη caption skyline = View of the center of Kozani from Agios Ilias hill city city lat deg = 40 lat min = 18 lon deg = 21 lon min = 47 elevation = 710 elevation min = elevation max = periph = West …   Wikipedia

  • Apokriá — Char du carnaval de Patras L’Apokriá (en grec moderne Αποκριά) ou les Apókries (en grec moderne Απόκριες) est le nom porté par le carnaval en Grèce. Il se déroule le plus souvent au cours des trois semaines qui précèdent le …   Wikipédia en Français

  • αποκρεύω — [Αποκρεά] 1. τρώω κρέας την τελευταία μέρα πριν από την περίοδο της νηστείας 2. γιορτάζω την αποκριά 3. γλεντώ, διασκεδάζω 4. βλέπω για τελευταία φορά, χάνω οριστικά («αποκρέψαμε από φίλους») …   Dictionary of Greek

  • αποκριάτικος — η, ο 1. ο σχετικός με την αποκριά 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αποκριάτικα τα ρούχα με τα οποία μεταμφιέζονται τις απόκριες …   Dictionary of Greek

  • απόκρεως — ἀπόκρεως κ. ος, ων (Μ) 1. αυτός που δεν τρώει κρέας 2. το θηλ. ως ουσ. η Απόκρεως η αποκριά …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανάκι — Χορός μεταμφιεσμένων την Αποκριά. Η λέξη προέρχεται από το όνομα της ιταλικής πόλης Γαέτα και σημαίνει λεπτό κορδόνι. Γ. ονομάζεται και τοπικός χορός της Μακεδονίας. * * * το 1. μικρό ή λεπτό γαϊτάνι 2. είδος χορού που εκτελείται τις Απόκριες από …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • Κινκ, Χανς Eρνστ — (Hans Ernst Kinck, Έκσφιορντ 1865 – Όσλο 1926). Νορβηγός συγγραφέας. Τα πρώτα του έργα ήταν αφιερωμένα αποκλειστικά στην περιγραφή της φύσης, όπως τα διηγήματα Νέοι άνθρωποι (1893) και Τα φτερά της νυχτερίδας (1895). Ακολούθησαν μερικά δραματικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”